- λάμι'
- λάμια , λάμιαa fabulous monster said to feed on man's fleshneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λαμί, Λουί-Εζέν — (Louis Eugène Lami, Παρίσι 1800 – 1890). Γάλλος ζωγράφος. Έζησε ένα διάστημα στην Αγγλία, όπου διδάχθηκε από Άγγλους ζωγράφους την τεχνική της υδατογραφίας. Πηγή της έμπευσής του υπήρξε κυρίως η κοσμική ζωή του Παρισιού της εποχής του Λουδοβίκου… … Dictionary of Greek
Λαμί' — Λαμίᾱͅ , Λάμια a fabulous monster said to feed on man s flesh fem dat sg (attic doric aeolic) Λαμίᾱͅ , Λαμίης masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λάμι' — Λάμια , Λάμια a fabulous monster said to feed on man s flesh fem nom/voc sg Λάμιαι , Λάμια a fabulous monster said to feed on man s flesh fem nom/voc pl Λάμια , Λαμίης masc voc sg (doric) Λάμια , Λαμίης masc nom sg (epic doric) Λάμιαι , Λαμίης… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φορ-Λαμί — Πόλη (512.000 κάτ.), πρωτεύουσα της Δημοκρατίας της Τσαντ, γνωστή σήμερα και με το τοπικό της όνομα Ν’ζαμένα. Χτισμένη κοντά στη συμβολή του Λογκόν με το Σαρί, περίπου 100 χλμ. από την εκβολή στη λίμνη Τσαντ και στα σύνορα σχεδόν με το Καμερούν,… … Dictionary of Greek
Τσαντ — I Κράτος της κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα βόρεια με τη Λιβύη, δυτικά με η Νιγηρία, νότια με το Καμερούν και ανατολικά με το Σουδάν.Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 14 νομούς: Mπάτα (Άτι), Mπιλτίνε (Mπιλτίνε), Mπόρκου Eνέντι Tιμπέστι, Σαρί… … Dictionary of Greek
Ντζαμένα — (N’ Djamιna). Πόλη (609.600 κάτ. το 2003) και πρωτεύουσα του Τσαντ και του νομού Σάρι Μπακίρμι (82.910 τ.χλμ, 1.437.400 κάτ. το 2003). Iδρυμένη το 1900 με το όνομα φορ Λαμί σε ανάμνηση του διοικητή Λαμί που σκοτώθηκε στη μάχη του Kουσερί (22… … Dictionary of Greek
γελοιογραφία — Η τέχνη της παραμόρφωσης των χαρακτηριστικών ενός προτύπου με σκοπό να το σατιρίσει, να το ερμηνεύσει ή να τονίσει, υπερβάλλοντάς τα, ορισμένα ψυχολογικά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Η γ. μπορεί ακόμα να διακωμωδήσει ή να καυτηριάσει έναν… … Dictionary of Greek
εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… … Dictionary of Greek
πεντάδεσμος — (pentadesma). Δέντρο ιθαγενές της Δυτικής Αφρικής. Φτάνει σε ύψος τα 20 μ. Από τα σπέρματά του παράγεται παχύρευστο υγρό, γνωστό ως βούτυρο λάμι ή κάγκα, που χρησιμοποιείται κυρίως στην στεατοποιία. * * * η βοτ. γένος φυτών τής δυτικής Αφρικής … Dictionary of Greek
Σουδάν — Κράτος της Βόρειας Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, στα Δ με το Τσαντ και την Κεντροαφρικάνικη Δημοκρατία, στα Ν με το Κόνγκο, την Ουγκάντα και την Κένυα και στα Α με την Αιθιοπία και την Ερυθραία, ενώ το ΒΑ τμήμα της… … Dictionary of Greek